- αμπρόν
- ἀμπρόν, το (και ἄμπρον) (Α)σχοινί για την έλξη βαρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμπρόν — rope for drawing loads neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαμπρον — ἔξαμπρον, το (Α) [άμπρον] ζευγάρι βοδιών … Dictionary of Greek
αμπρεύω — ἀμπρεύω (Α) σέρνω, έλκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπρόν*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμπρευτής. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαμπρεύω, συναμπρεύω)] … Dictionary of Greek